τρέφω

τρέφω
τρέφω, τρᾰφω (τρέφει, τράφει, τρέφοντι; τράφοισα; τράφειν, τράφεν codd.: fut. θρέψει: impf. τράφε, τρέφον: aor. (θρεψεν), θρέψαν; θρέψαισα; θρέψαι: med. aor. θρέψατο, -αντο: pass. aor. τρᾰφέντα, τρᾰφεῖσα.)
a rear of children

ἔνθα τραφεῖσ' ὑπ Ἀπόλλωνι γλυκείας πρῶτον ἔψαυσ Ἀφροδίτας O. 6.35

τὸν ὀνύμαζε τράφοισα Κένταυρον P. 2.44

οἷος ἐὼν θρέψεν ποτὲ Ἀσκλαπιόν P. 3.5

Κενταύρου με κοῦραι θρέψαν ἁγναίP. 4.103Κρονίδᾳ δὲ τράφεν Χίρωνι δῶκαν” (sc. Ἰάσονα: τράφειν Hartung) P. 4.115

βαθυμῆτα Χίρων τράφε λιθίνῳ Ἰάσον' ἔνδον τέγει N. 3.53

χρὴ δ' ἐν ἑπταπύλοισι Θήβαις τραφέντα Αἰγίνᾳ Χαρίτων ἄωτον προνέμειν I. 8.16

[τρέφειν (v. l. τρέχειν) fr. 106. 2.] med.,

δύο δὲ γλαυκῶπες αὐτὸν δαιμόνων βουλαῖσιν ἐθρέψαντο δράκοντες O. 6.46

ὁ δὲ τὰν εὐώλενον θρέψατο παῖδα Κυράναν P. 9.18

b met., of places (Τυφώς

· τόν ποτε Κιλίκιον θρέψεν πολυώνυμον ἄντρον P. 1.17

πολλοῖσι μὲν γὰρ ἀείδεται νικαφόροις ἐν ἀέθλοις θρέψαισα (sc. Αἴγινα)

καὶ θοαῖς ὑπερτάτους ἥρωας ἐν μάχαις P. 8.26

Διρκαίων ὑδάτων τά νιν θρέψαντο καὶ Ἰφικλέα P. 9.88

καὶ μὰν ἁ Σαλαμίς γε θρέψαι φῶτα μαχατὰν δυνατός N. 2.13

ὀρνιχολόχῳ τε καὶ ὃν πόντος τράφει (v. l. τρέφει: i. e. a fisherman) I. 1.48 (Πηλέι) ὅν τ' εὐσεβέστατον φάτις Ἰαολκοῦ τράφειν πεδίονI. 8.40 πρόσθα μὲν ἲς Ἀχελωίου τὸν ἀοιδότατον Εὐρωπία κράνα Μέλ[ανό]ς τε ῥοαὶ τρέφον κάλαμον fr. 70. 3. (Σιληνός) ὃν Μαλέας ὄρος ἔθρεψε fr. 156.
c met., keep
I tend, guard

ἐμοὶ μὲν ὦν Μοῖσα καρτερώτατον βέλος ἀλκᾷ τρέφει O. 1.112

τρέφοντι δ' εὐρὺ κλέος κόραι Πιερίδες Διός (sc. τίν) O. 10.95
II form, develop θρέψε δ' αἰχμὰν Ἀμφιτρύωνος (sc. Ζεύς) N. 10.13
III possess, occupy

μία δ' οὐχ ἅπαντας ἄμμε θρέψει μελέτα O. 9.106

d frag. ]τρέφεται καὶ ὅσ' ἐν πόντῳ[ P. Oxy. 2622, fr. 1. 13 ad ?fr. 346.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τρέφω — και θρέφω έθρεψα, τράφηκα και θράφηκα και θρέφτηκα, θρεμμένος 1. μτβ., δίνω τροφή σε κάποιον, ταΐζω: Τρέφει το μωρό της τώρα. 2. διατρέφω, συντηρώ: Τρέφω τον πατέρα μου. – Τρέφει μουστάκι. 3. δίνω άφθονη τροφή σε κάποιον, τον παχαίνω, τον… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τρέφω — thicken pres subj act 1st sg τρέφω thicken pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρέφω — τρέφω, έθρεψα βλ. πίν. 219 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • τρέφω — ΝΜΑ, και θρέφω Ν, και δωρ. τ. τράφω Α 1. δίνω τροφή, ταΐζω (α. «τόν τρέφει με μέλι και με γάλα» β. «πότε σὲ εἴδομεν πεινῶντα καὶ ἐθρέψαμεν», ΚΔ) 2. δίνω άφθονη τροφή σε ζώο για να παχύνει (α. «τρέφει γουρούνια» β. «μῆλα... τρέφοι», Ομ. Οδ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • τράφον — τρέφω thicken pres part act masc voc sg (doric) τρέφω thicken pres part act neut nom/voc/acc sg (doric) τρέφω thicken aor ind act 3rd pl (homeric ionic) τρέφω thicken aor ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρέφον — τρέφω thicken pres part act masc voc sg τρέφω thicken pres part act neut nom/voc/acc sg τρέφω thicken imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) τρέφω thicken imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔτραφον — τρέφω thicken aor ind act 3rd pl τρέφω thicken aor ind act 1st sg τρέφω thicken imperf ind act 3rd pl (doric) τρέφω thicken imperf ind act 1st sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρέψαι — τρέφω thicken aor imperat mid 2nd sg τρέφω thicken aor inf act θρέψαῑ , τρέφω thicken aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρέψον — τρέφω thicken aor imperat act 2nd sg τρέφω thicken fut part act masc voc sg τρέφω thicken fut part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρέψουσι — τρέφω thicken aor subj act 3rd pl (epic) τρέφω thicken fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) τρέφω thicken fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρέψουσιν — τρέφω thicken aor subj act 3rd pl (epic) τρέφω thicken fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) τρέφω thicken fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”